Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παλίμποινα ἀμ

См. также в других словарях:

  • παλίμποινα — παλίμποινος retributive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίμποινος — παλίμποινος, ον (Α) 1. αυτός που ανταποδίδει, εκδικητικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παλίμποινα ανταπόδοση, εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ποινος (< ποινή)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»